- στελεχόκαρπος
- στελεχόκαρπος, ον,A bearing fruit on the stem, Thphr.HP4.2.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στελεχόκαρπος — ον, Α (για δένδρο ή φυτό) αυτός που φέρει καρπούς στον κορμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + καρπός] … Dictionary of Greek
στελεχόκαρπα — στελεχόκαρπος bearing fruit on the stem neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek